μικροκινητήρας

μικροκινητήρας
ο
(ηλεκτρολ.) κινητήρας πολύ μικρών διαστάσεων τού οποίου η ταχύτητα περιστροφής είναι, γενικά, ελεγχόμενη και τού οποίου διάφοροι τύποι χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην οδοντική χειρουργική, την ωρολογοποιία, την κυβερνητική, τη ρομποτική κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. micromoteur (βλ. και μικρ[ο]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”